περιτόναιο

περιτόναιο
Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά από το ένα όργανο στο άλλο, σχηματίζει πτυχές ή συνδέσμους, στο εσωτερικό των οποίων πορεύονται αγγεία και νεύρα. Το π. διαγράφει τα όρια μιας κοιλότητας, στην οποία υπάρχει μικρή ποσότητα υγρού που διευκολύνει την κίνηση των εντερικών ελίκων· η περιτοναϊκή κοιλότητα είναι πλήρως κλειστή στον άντρα, ενώ στη γυναίκα επικοινωνεί μέσω των σαλπίγγων της μήτρας με το εξωτερικό. Τα όργανα που καλύπτονται πλήρως από το π. είναι: το συκώτι, η σπλήνα, το στομάχι, το λεπτό έντερο με εξαίρεση το δωδεκαδάκτυλο, το εγκάρσιο κόλον, το σιγμοειδές και, στη γυναίκα, το σώμα της μήτραςτο ανιόν και κατιόν κόλον καλύπτονται μόνο στην μπροστινή τους επιφάνεια, αλλά μερικές φορές η κάλυψή τους είναι πλήρης. Οι σημαντικότερες πτυχές του π. είναι εκείνες που φτάνουν στο λεπτό έντερο (μεσεντέριο) και στο εγκάρσιο κόλον περιέχουν αγγεία και νεύρα για τα αντίστοιχα όργανα. Άλλες πτυχές του π. είναι το έλασσον επίπλουν, που εκτείνεται μεταξύ της μικρής καμπύλης του στομάχου και της πύλης του ήπατος, και το μείζον επίπλουν που, από τη μεγάλη καμπύλη του στομάχου, κατεβαίνει μέχρι το χαμηλότερο μέρος της κοιλιάς και ξανανεβαίνει για να κολλήσει στο εγκάρσιο κόλον, αφού έχει σχηματίσει έτσι ένα είδος ποδιάς μπροστά από τις εντερικές έλικες. Το π. έχει υφή μεμβρανώδη, όπως το δέρμα, είναι μάλλον ανθεκτικό στις λοιμώξεις και, μεταξύ των άλλων, στηρίζει τα όργανα στα οποία προσκολλάται. Για διαγνωστικούς και θεραπευτικούς σκοπούς μπορεί να εισαχθούν στην περιτοναϊκή κοιλότητα αέρια (αέρας ή οξυγόνο) η τεχνική αυτή ονομάζεται πνευμοπεριτόναιο και χρησιμοποιείται κυρίως στην ακτινολογία για να δημιουργηθεί ένα διαυγές μέσον αντίθεσης στα ενδόκοιλιακά όργανα. Σε μερικές παθολογικές καταστάσεις, στην κοιλότητα αυτή μπορεί να συγκεντρωθεί μεγάλη ποσότητα υγρού (μέχρι 8-10 λίτρα)· η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως ασκίτης και παρουσιάζεται συχνότερα σε περιπτώσεις κίρρωσης του ήπατος, καρδιακής ανεπάρκειας και μερικών περιτονιτίδων και νεοπλασιών. Μετωπική και προσθιοπίσθια τομή της κοιλιάς και των οργάνων που περιέχονται σ' αυτόν, για να φανεί η θέση και η διαδρομή του περιτόναιου (σε πράσινο)·1- συκώτη· 2 - έλασσον επίπλουν· 3 - στομάχι· 4 - δωδεκαδάκτυλο· 5 - πάγκρεας· 6 - εγκάρσιο κόλον· 7 - λεπτό έντερο· 8 - μείζον επίπλουν· 9 - μεσεντέριο· 10 - ορθόν.
* * *
το, ΝΜΑ
ο ορογόνος υμένας που καλύπτει την έσω επιφάνεια τού τοιχώματος τής κοιλιακής κοιλότητας (περίτονο πέταλο) και κάθε σχεδόν όργανο ή σχηματισμό που βρίσκεται στο εσωτερικό της (περισπλάγχνιο πέταλο)
νεοελλ.-μσν.
α) η ερκάνη πλοίου
β) η κουπαστή
αρχ.
η εντερόνεια, η εντεριώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. περιτόναιος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. peritoneum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιτόναιο — το 1. λεπτός υμένας που καλύπτει τα σπλάχνα, αλλιώς σκέπη. 2. η κουπαστή του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • περιτοναϊσμός — ο, Ν σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ερεθιστικά συμπτώματα στο περιτόναιο, τα οποία δίνουν την εντύπωση οξείας περιτονίτιδας, χωρίς να υπάρχει φλεγμονή τού περιτοναίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. peritonism (< περιτόναιο + ισμός*)] …   Dictionary of Greek

  • υποπεριτοναϊκός — ή, ό, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιακή ή πυελική κοιλότητα αλλά έξω από το περιτόναιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + περιτόναιο + κατάλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • βουβωνοκήλη — Η προώθηση των σπλάγχνων στον βουβωνικό πόρο. Η πάθηση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που μπορεί να προέλθει από ανύψωση βάρους, δυσκοιλιότητα, έντονο και συνεχή βήχα κ.ά., ή στη χαλάρωση των κοιλιακών τοιχωμάτων. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • μεσοθήλιο — Μεμονωμένη στιβάδα μεγάλων πλατυσμένων κυττάρων, που επενδύει το περιτόναιο, τον υπεξωκότα και το περικάρδιο. * * * το ανατ. το ενδοθήλιο τού ορογόνου υμένα τών μεγάλων σπλαγχνικών κοιλοτήτων που παράγεται από το εμβρυϊκό μεσόδερμα …   Dictionary of Greek

  • μητροπλακουντικός — ή, ό φρ. «μητροπλακουντική αποπληξία» ιατρ. οξύ σύνδρομο τής εγκυμονούσας μήτρας με πλήρη σχεδόν αποκόλληση τού πλακούντα και με μεγάλη αιμορραγία μέσα στο μυομήτριο, κάτω από το περιμήτριο και κάτω από το περιτόναιο τών εξαρτημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”